κλινοειδής

κλινοειδής
-ές (Α κλινοειδής, -ές) [κλίνη]
1. αυτός που μοιάζει με κλίνη, αυτός που έχει σχήμα κρεβατιού
2. φρ. ανατ. «κλινοειδείς αποφύσεις» ή απλώς «κλινοειδείς» — οι έξι —κατά τους αρχαίους τρεις— αποφύσεις που παρουσιάζει η ενδοκράνια επιφάνεια τού σφηνοειδούς οστού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”